- ὠδίνει
- ὠδί̱νει , ὠδίνωto have the pains of childbirthpres ind mp 2nd sgὠδί̱νει , ὠδίνωto have the pains of childbirthpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MUSTELA — I. MUSTELA inter Numina Thebanorum, apud Clementem Alexandr. Protrept p. 19. Θηβαῖοι ῾τετιμήκασἰ τὰς γαλᾶς δὰ τὸν Ηῥακλέους γένεσιν. Galanthis enim Alcumenae parturienti astutiâ suâ opem tulerat, quapropter ab Herculis noverca Iunone in Mustelam… … Hofmann J. Lexicon universale
ευώδιν — εὐώδιν, ινος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που ωδίνει, που γεννά εύκολα, γόνιμος 2. επίθ. τής Δήμητρας 3. παθ. αυτός που γεννήθηκε εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωδίν, ος «πόνος τοκετού»] … Dictionary of Greek
κυοφορώ — (AM κυοφορῶ, έω) [κυοφόρος] 1. έχω στην κοιλιά μου έμβρυο, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («αὕτη ἡ νοῡσος ἐπὴν κυοφοροῡσῃ ἐγγίνηται, ἀποθνήσκει», Ιπποκρ.) 2. φέρω κάτι μέσα μου σε λανθάνουσα κατάσταση (α. «η κατάσταση κυοφορεί κινδύνους» β. «κυοφορεῑ καὶ … Dictionary of Greek